- πλάγι
- το / πλάγιον, Ν ΜΑ, και πλάι Ντο πλευρικό μέρος τού ανθρώπινου σώματος ή ενός αντικειμένου, το πλευρό, η πλευρά (α. «το πλάγι τού καραβιού» β. «ῥέων δὲ διὰ πάσης τῆς Εὐρώπης ἐς τὰ πλάγια τῆς Σκυθικής ἐσβάλλει», Ηρόδ.)νεοελλ.1. στον πληθ. τα πλάγιαη βουνοπλαγιά2. (στον πληθ. ως επίρρ.) πλάγιαπλαγίως, λοξά3. φρ. α) «στο πλάι» ή «στο πλάγι» ή «πλά(γ)ι»(με επιρρμ. σημ.) i) στο πλευρό κάποιου, παραπλεύρωςβ) «με το πλάι» — με τη μια πλευράγ) «πλά(γ)ι-πλά(γ)ι» — δίπλα δίπλαδ) «στέκομαι στο πλάι κάποιου»μτφ. συμπαρίσταμαι σε κάποιον, είμαι αλληλέγγυος με κάποιοναρχ.1. γραμμ. ο πλάγιος λόγος2. πιθ. τεχνικός όρος χρησιμοποιούμενος στη στρατολογία, στην καταγραφή τών εφήβων3. (ως επίρρ.) πλάγιονπλαγίως4. στον πληθ. τὰ πλάγια(στον Αριστοτ.) χαρακτηρισμός τών χωρών που βρίσκονταν κοντά στους ουράνιους πόλους, επειδή ήταν εγκάρσιες στην ημερήσια περιφορά5. φρ. (με επιρρμ. σημ.) α) «έκ πλαγίων» — από τα πλευρά, πλευρικώς («ἐκ πλαγίων τῆς σκηνῆς», ΠΔ)β) «ἐπὶ τὸ πλάγιον» — προς τα πλευράγ) «έν τῷ πλαγίω» — στα πλευράδ) «πρόσθεν ή κατἀ τὰ πλάγια» — κατά μέτωπο ή πλευρικώςδ) «εἴς [ἠ ἐς] τὸ πλάγιον» — πλαγίως, λοξάστ) «τοῑς πλαγίοις ἐπέρχομαι»στρ. προσβάλλω τα πλευρά, επιτίθεμαι πλευρικώςζ) «εἰς τὰ πλάγια παράγω [ή παραπέμπω]»στρ. επιτίθεμαι στα πλευράη) «πλάγιον λαμβάνω τινά» — πλήττω κάποιον επιτιθέμενος πλευρικά.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. πλάγιος].
Dictionary of Greek. 2013.